- καπνιστήριο
- το (AM καπνιστήριον) [καπνίζω]νεοελλ.χώρος προορισμένος για κάπνισμαμσν.το θυμιατήριαρχ.πιθ. ατμόλουτρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνιστήριο — καπνιστήριο, το και καπνιστήρι, το αίθουσα για τους καπνιστές: Μπορείτε ελεύθερα να καπνίσετε στο καπνιστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
Μουσείο, Σιδηροδρομικό (Αθηνών) — Το πρώτο του είδους του της χώρας μας στεγάζεται σε ένα παλιό αμαξοστάσιο από το 1979 (Σώκου 4 & Λιοσίων 301, Σεπόλια). Στην κατάλληλα διαμορφωμένη κεντρική αίθουσα του αμαξοστασίου φιλοξενούνται μερικά θαυμάσια δείγματα από τις αμαξοστοιχίες που … Dictionary of Greek